Fiction
Thousand Languages Issue 1
ΠΙΕΣ!
Gina Scarpete WaltersΤο νερό έχει διαφορετική γεύση εδώ. Στην πατρίδα μου, το νερό έχει μεταλλική, οξεία γεύση, με χρώμα σκουριάς, που δυσκολευέσαι να καταπίνεις. Μερικές φορές, είναι ακόμα σκοτεινό, περίπου με μελί χρώμα. Σ’αυτήν την καινούρια μου χώρα όμως, οι άνθρωποι δε φαίνεται να εντυπωσιάζονται από τη διαφάνεια του νερού σαν να μη φαντάζονται ότι το νερό θα μπορούσε να έχει κι άλλο χρώμα. Τους βλέπεις να πίνουν με τόση αλαζονεία σαν να πιστεύουν ότι το νερό δεν τελειώνει ποτέ.
Η μητέρα μου μού λέει στα γράμματά της να βρω τους παλιούς μας γείτονες, εκείνους που εγκατέλειψαν τη χώρα έδω και πολύ καιρό. Για να μου δείξουν τις μικρές αγορές στους βρώμικους δρόμους απ’όπου θα αγοράσω τα ποτά που πίνουμε. Όμως τα γράμματά της φτάνουν αργά και μέχρι να τα λάβω το μήνυμά τους δεν είναι πλέον σχετικό. Αρχίζω να εκλαμβάνω τις προτροπές της μητέρας μου ως απλές υποδείξεις. Με το που αρχίζω να πίνω αυτό το νεό νερό που μυρίζει σαν ατμός και που δεν έχει καμία γεύση, νιώθω κάτι να αλλάζει μέσα μου. Το δέρμα μου γίνεται φωτεινότερο και έτσι καταλαβαίνω γιατί το καφέ χρώμα δεν είναι τόσο κοινό εδώ. Τα σγουρά μου μαλλιά αραιώθηκαν, σπάζοντας σε μεταξένιες μπούκλες. Οι άνθρωποι φαίνεται να μου χαμογελούν περισσότερο.
Χθες, ένας από αυτούς τους χαμογελαστούς – απόφοιτος φοιτητής, μεγαλύτερός μου – μου ζήτησε να του κάνω παρέα στο δείπνο.
«Ξέρω ένα εξαιρετικό εστιατόριο που συνδέει καταπληκτικά τη βιρμανική, ταϊλανδεζική και ινδική κουζίνα. Είσαι μέσα;» είπε αυτός.
Είχα ήδη αρχίσει να συνηθίζω στα τσιμπημένα και χαμογελαστά πρόσωπα των αντρών σε αυτήν τη χώρα· ο τρόπος με τον οποίο με κοιτούσαν σαν να ήμουν ένα κομμάτι πολύχρωμη καραμέλα που θα τους άρεσε να μασάνε. Ήταν όμως η πρώτη φορά που κάποιος με είχε προσεγγίσει με αυτόν τον τρόπο. Στην αρχή, δεν ήμουν σίγουρη. Αλλά εκείνη τη στιγμή, ο χαμογελαστός άντρας πήρε το χέρι μου και το έσφιξε. Τα δάχτυλά του ήταν τόσο λευκά και μαλακά σαν ζύμη και πραγματικά είπα στον εαυτό μου «Ω! Ο άντρας αυτός πρέπει να είναι γλυκός, γλυκός σαν ζύμη.» Μετά είπα «Ναι, ναι!» όπως οι γυναίκες που είχα δει σε τηλεοπτικές διαφημίσεις για καταστήματα κοσμημάτων, απαντώντας σε προτάσεις γάμου.
Καθώς ετοιμαζόμουν για τη συνάντησή μας, το ραντεβού μας, πέρασα αρκετά λεπτά κοιτάζοντας τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Εάν η μητέρα μου θα μπορούσε να με δει, θα με θεωρούσε ματαιόδοξη. Στον λαιμό είχα μια κρεατοελιά, έναν μελανώδη λεκέ από τον οποίο φάνηκαν μερικές χονδρότριχες. Σπάνια έβλεπα εκείνο το σημάδι επειδή συνήθως φορούσα ψηλόλαιμα πουκάμισα. Επίσης, κάθε φορά που έβγαζα τα ρούχα μου, θα κοιτούσα προσεκτικά προς τα κάτω, αποφεύγοντας τον μόνο καθρέφτη στη μικρή εστία.
Κι όμως, αυτή ήταν μια ειδική βραδιά. Ήθελα να φορέσω ένα καινούριο φόρεμα με έξω τους ώμους. Το είχα αγοράσει την ίδια μέρα από ένα μεταχειρισμένο κατάστημα κοντά στη σχολή, σχεδόν αμέσως αφού ο χαμογελαστός άντρας άφησε το χέρι μου. Για καλή μου τύχη το βρήκα στο κάτω μέρος ενός κάδου εκπτώσεων. Αλλά όταν δοκίμασα το φόρεμα και είδα την ελιά – κάτι με το οποίο είχα γεννηθεί και που αρνήθηκε να εξαφανιστεί άσχετα από το πόσο νερό είχα πιει – σκέφτηκα πως όλα θα πάνε χαμένα. Προσπάθησα να θυμηθώ αν είχα δει καμιά
1
γυναίκα σ’αυτήν τη χώρα με τέτοιο σημάδι στο δικό της χλωμό ροζ λαιμό, μια μαύρη μπάλα με μικρές τρίχες να φαίνονται όπως οι δικές μου. Δεν είχα δει.
Κοίταξα στα συρτάρια του μπάνιου μου για ένα τσιμπιδάκι. Το μόνο που βρήκα ήταν μια καρφίτσα ασφαλείας. Την έφερα μαζί μου στον καθρέφτη και κοιτάζοντας κατευθείαν τα μάτια μου, ξεκίνησα να τρυπάω το δέρμα μου, τυλίγοντας τις τρίχες γύρω από την αιχμηρή βελόνα. Τις έβγαλα. Ακούμπησα την καρφίτσα απαλά στο δέρμα μου αλλά και πάλι αιμορραγούσα. Ο πόνος δεν ήταν πολύ έντονος, αλλά με έκανε να δακρύσω. Δεν είχα κλάψει από τότε που έφθασα σ’αυτήν τη χώρα, οπότε όταν τα δάκρυα άγγιξαν το στόμα μου, η γεύση με ξάφνιασε.
Αύριο, θα γράψω ένα γράμμα στη μητέρα μου να της εξηγήσω πόσο διαφορετικό είναι το κλάμα εδώ. Της αρέσει να της περιγράφω τις διαφορές μεταξύ των δύο εθνών. Θα της πω ότι όταν αυτοί κλαίνε, το νερό μετατρέπεται στα σώματά τους από άγευστο σε πικάντικο. Αλλά με κάποιον τρόπο, εξακολουθεί να έχει καθαρή γεύση. Καθόλου όπως συμβαίνει όταν εμείς κλαίμε. Στην περίπτωσή μας, το νέρο βγαίνει έτσι όπως μπήκε: βρώμικο.
Στο γράμμα, δε θα της πω πως το σώμα μου έχει αλλάξει, πως τα δάκρυα μου έχουν τώρα μια καθαρή γεύση, πως κάθε μέρα γίνομαι όλο και περισσότερο σαν αυτούς. Πόσο διψασμένη είμαι πάντα. Θα βάλω το γράμμα σ’ένα κουτί, μαζί με ένα μπουκάλι νερό από την νέα μου πατρίδα. Και εύχομαι να το πιει η μητέρα μου.