Drink

Chidelia Edochie

The water tastes different here. In my country water is more like metal—sharp and rusty, swallowed only after some effort. It is sometimes dark, almost the color of honey. But in my new country, the people seem unsurprised at water’s transparency, as if it isn’t supposed to have any color at all. They drink with such arrogance, as if they think water never runs out.

My mother writes in her letters that I should find our old neighbors, the ones who left the old country long ago. They will be able to show me to the small markets down dirty streets where I will be able to buy the drinks that we drink. But her letters come slowly, and by the time I receive them they are stripped of their urgency. I begin to take my mother’s commands as mere suggestions. I begin to drink this new water that smells like steam and tastes like nothing, and I am already sensing some change in me. My skin is getting lighter, and now I understand why brown is not so common here. My hair has thinned, the kinkiness loosening into silkier waves. People seem to smile at me more.

Yesterday one of these smiling people—a graduate student, an older man—asked me to join him for dinner.

“I know this amazing restaurant, it’s this amazing mixture of Burmese and Thai and Indian. You into that?” he said.

I was quickly becoming accustomed to the pinched grinning faces of this country’s men, the way they looked at me as if I were a piece of colorful candy they might like to chew. But it was the first time one of them had approached me in this way. At first I was unsure. But then, the smiling man took my hand, and squeezed. His fingers were so white, and soft as dough, and I actually thought Oh! this man must be sweet, sweet like dough. And then I said “Yes, yes!” like the women I’d seen on television commercials for jewelry stores, answering proposals for marriage.

As I was getting ready for our meeting, our date, I spent several minutes studying myself in the mirror. If my mother could see me, she would call me vain. On my neck was the mole, an inky stain from which sprouted a few coarse hairs. I rarely saw this mark because I often wear high-necked shirts, and because whenever I undress I carefully look to the ground, avoiding the one mirror in my small dormitory.

But this was a special night. I wanted to wear a new dress that revealed the very tops of my shoulders. I’d bought it that same day at a second-hand shop near the college, almost immediately after the smiling man let go of my hand. I found it at the bottom of a discount bin, purely my good fortune. But when I put on the dress, and saw the mole—something I’d been born with and which refused to disappear no matter how much water I drank—I thought Everything will be ruined. I searched my memory to recall if I had ever seen any of this country’s women with such a mark on their pale pinkish necks, a black ball with little hairs sprouting about like mine. I had not.

I looked through the drawers of my bathroom for a tweezer. There was only a safety pin. I took it to the mirror and looked directly into my own eyes as I dug into my skin, winding the hairs around the sharp needle. I pulled them out. I jabbed the pin gently, but still, I bled. The pain was small but it made my eyes water. I hadn’t cried since arriving in this country, so when the tears met my mouth I was surprised at the taste.

Tomorrow I’ll write a letter to my mother, explaining how different the act of crying is here. She loves for me to explain to her the differences between us and them. I’ll explain to her that when they cry, the water in their bodies changes from the tastelessness of before to a rather pungent—almost spicy—water. But somehow it still tastes clean. Not at all like when we cry. With us, the water comes out of the body the same way that it goes in: dirty.

In the letter I will not tell her how my body has changed, how my tears now taste so clean, how I’m becoming more and more like them every day. How thirsty I always am. I’ll put the letter in a box, together with a bottle of water from my new country. And pray that my mother drinks.

ΠΙΕΣ!

Gina Scarpete Walters

Translator's Note

Το νερό έχει διαφορετική γεύση εδώ. Στην πατρίδα μου, το νερό έχει μεταλλική, οξεία γεύση, με χρώμα σκουριάς, που δυσκολευέσαι να καταπίνεις. Μερικές φορές, είναι ακόμα σκοτεινό, περίπου με μελί χρώμα. Σ’αυτήν την καινούρια μου χώρα όμως, οι άνθρωποι δε φαίνεται να εντυπωσιάζονται από τη διαφάνεια του νερού σαν να μη φαντάζονται ότι το νερό θα μπορούσε να έχει κι άλλο χρώμα. Τους βλέπεις να πίνουν με τόση αλαζονεία σαν να πιστεύουν ότι το νερό δεν τελειώνει ποτέ.

Η μητέρα μου μού λέει στα γράμματά της να βρω τους παλιούς μας γείτονες, εκείνους που εγκατέλειψαν τη χώρα έδω και πολύ καιρό. Για να μου δείξουν τις μικρές αγορές στους βρώμικους δρόμους απ’όπου θα αγοράσω τα ποτά που πίνουμε. Όμως τα γράμματά της φτάνουν αργά και μέχρι να τα λάβω το μήνυμά τους δεν είναι πλέον σχετικό. Αρχίζω να εκλαμβάνω τις προτροπές της μητέρας μου ως απλές υποδείξεις. Με το που αρχίζω να πίνω αυτό το νεό νερό που μυρίζει σαν ατμός και που δεν έχει καμία γεύση, νιώθω κάτι να αλλάζει μέσα μου. Το δέρμα μου γίνεται φωτεινότερο και έτσι καταλαβαίνω γιατί το καφέ χρώμα δεν είναι τόσο κοινό εδώ. Τα σγουρά μου μαλλιά αραιώθηκαν, σπάζοντας σε μεταξένιες μπούκλες. Οι άνθρωποι φαίνεται να μου χαμογελούν περισσότερο.

Χθες, ένας από αυτούς τους χαμογελαστούς – απόφοιτος φοιτητής, μεγαλύτερός μου – μου ζήτησε να του κάνω παρέα στο δείπνο.

«Ξέρω ένα εξαιρετικό εστιατόριο που συνδέει καταπληκτικά τη βιρμανική, ταϊλανδεζική και ινδική κουζίνα. Είσαι μέσα;» είπε αυτός.

Είχα ήδη αρχίσει να συνηθίζω στα τσιμπημένα και χαμογελαστά πρόσωπα των αντρών σε αυτήν τη χώρα· ο τρόπος με τον οποίο με κοιτούσαν σαν να ήμουν ένα κομμάτι πολύχρωμη καραμέλα που θα τους άρεσε να μασάνε. Ήταν όμως η πρώτη φορά που κάποιος με είχε προσεγγίσει με αυτόν τον τρόπο. Στην αρχή, δεν ήμουν σίγουρη. Αλλά εκείνη τη στιγμή, ο χαμογελαστός άντρας πήρε το χέρι μου και το έσφιξε. Τα δάχτυλά του ήταν τόσο λευκά και μαλακά σαν ζύμη και πραγματικά είπα στον εαυτό μου «Ω! Ο άντρας αυτός πρέπει να είναι γλυκός, γλυκός σαν ζύμη.» Μετά είπα «Ναι, ναι!» όπως οι γυναίκες που είχα δει σε τηλεοπτικές διαφημίσεις για καταστήματα κοσμημάτων, απαντώντας σε προτάσεις γάμου.

Καθώς ετοιμαζόμουν για τη συνάντησή μας, το ραντεβού μας, πέρασα αρκετά λεπτά κοιτάζοντας τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Εάν η μητέρα μου θα μπορούσε να με δει, θα με θεωρούσε ματαιόδοξη. Στον λαιμό είχα μια κρεατοελιά, έναν μελανώδη λεκέ από τον οποίο φάνηκαν μερικές χονδρότριχες. Σπάνια έβλεπα εκείνο το σημάδι επειδή συνήθως φορούσα ψηλόλαιμα πουκάμισα. Επίσης, κάθε φορά που έβγαζα τα ρούχα μου, θα κοιτούσα προσεκτικά προς τα κάτω, αποφεύγοντας τον μόνο καθρέφτη στη μικρή εστία.

Κι όμως, αυτή ήταν μια ειδική βραδιά. Ήθελα να φορέσω ένα καινούριο φόρεμα με έξω τους ώμους. Το είχα αγοράσει την ίδια μέρα από ένα μεταχειρισμένο κατάστημα κοντά στη σχολή, σχεδόν αμέσως αφού ο χαμογελαστός άντρας άφησε το χέρι μου. Για καλή μου τύχη το βρήκα στο κάτω μέρος ενός κάδου εκπτώσεων. Αλλά όταν δοκίμασα το φόρεμα και είδα την ελιά – κάτι με το οποίο είχα γεννηθεί και που αρνήθηκε να εξαφανιστεί άσχετα από το πόσο νερό είχα πιει – σκέφτηκα πως όλα θα πάνε χαμένα. Προσπάθησα να θυμηθώ αν είχα δει καμιά

1

γυναίκα σ’αυτήν τη χώρα με τέτοιο σημάδι στο δικό της χλωμό ροζ λαιμό, μια μαύρη μπάλα με μικρές τρίχες να φαίνονται όπως οι δικές μου. Δεν είχα δει.

Κοίταξα στα συρτάρια του μπάνιου μου για ένα τσιμπιδάκι. Το μόνο που βρήκα ήταν μια καρφίτσα ασφαλείας. Την έφερα μαζί μου στον καθρέφτη και κοιτάζοντας κατευθείαν τα μάτια μου, ξεκίνησα να τρυπάω το δέρμα μου, τυλίγοντας τις τρίχες γύρω από την αιχμηρή βελόνα. Τις έβγαλα. Ακούμπησα την καρφίτσα απαλά στο δέρμα μου αλλά και πάλι αιμορραγούσα. Ο πόνος δεν ήταν πολύ έντονος, αλλά με έκανε να δακρύσω. Δεν είχα κλάψει από τότε που έφθασα σ’αυτήν τη χώρα, οπότε όταν τα δάκρυα άγγιξαν το στόμα μου, η γεύση με ξάφνιασε.

Αύριο, θα γράψω ένα γράμμα στη μητέρα μου να της εξηγήσω πόσο διαφορετικό είναι το κλάμα εδώ. Της αρέσει να της περιγράφω τις διαφορές μεταξύ των δύο εθνών. Θα της πω ότι όταν αυτοί κλαίνε, το νερό μετατρέπεται στα σώματά τους από άγευστο σε πικάντικο. Αλλά με κάποιον τρόπο, εξακολουθεί να έχει καθαρή γεύση. Καθόλου όπως συμβαίνει όταν εμείς κλαίμε. Στην περίπτωσή μας, το νέρο βγαίνει έτσι όπως μπήκε: βρώμικο.

Στο γράμμα, δε θα της πω πως το σώμα μου έχει αλλάξει, πως τα δάκρυα μου έχουν τώρα μια καθαρή γεύση, πως κάθε μέρα γίνομαι όλο και περισσότερο σαν αυτούς. Πόσο διψασμένη είμαι πάντα. Θα βάλω το γράμμα σ’ένα κουτί, μαζί με ένα μπουκάλι νερό από την νέα μου πατρίδα. Και εύχομαι να το πιει η μητέρα μου.

Share This Translation

Article Video