Fiction
Thousand Languages Issue 1
Ο ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ
Gina Scarpete WaltersΘα ήσουν περίεργος να μάθεις την τροπή των γεγονότων; Τα πράγματα έγιναν ως εξής:
Καθισμένη στη θέση του συνοδηγού, κάτω απο τον λαμπερό ουρανό, με την κλίση των δέντρων προς το μέρος μας, σαν να με ικεύτευαν να μιλήσω.
Αλλά σε ποια γλώσσα;
Θέλω να τραγουδήσω τραγούδια αγάπης, μελωδίες της πατρίδας μου. Ή άλλα που ξέρω από αλλού – Ελ Σαλβαδόρ, Πολωνία, Βιετνάμ.
Έχω περάσει πολλά μέχρι να φθάσω εδώ.
Εξαντλημένοι, αλλά ανακουφισμένοι, χαμογελάμε τώρα που είμαστε ασφαλείς και μακριά. Ενώ τα μάτια της – καστανοπράσινα που συνεχώς μου φαίνονται διαφορετικά.
Εκείνη αγγίζει το χέρι μου.
– Τι συμβαίνει;
Έχω περάσει τα σαράντα κύματα για να σου εξομολογήσω τα μυστικά μου. Τα σαράντα κύματα.
Δύο αλήθειες και ένα ψέμα:
Μέγαλωσα στα βουνά της Χιλής. Η γλώσσα της μητέρας μου, τα μάτια του πατέρα. Καφέ δέρμα και μακριά, μαύρα μαλλιά. Στα εφηβικά μου χρόνια, οι άντρες με κοιτούσαν έντονα και η μητέρα μου με προειδοποίησε να μην κάνω τα ίδια λάθη που η ίδια είχε κάνει.
Δε μου είπε ποτέ ποια ήταν αυτά.
Η πρώτη γυναίκα που αγάπησα ήταν η Γκαμπριέλα. Είχε την πιο όμορφη φωνή που είχα ακούσει ποτέ. Τραγουδούσε στην εκκλησιαστική χορωδία. Όταν άνοιγαν τα χείλη της, ήθελα να τρέξω στο παρεκκλήσι, να πιέσω το σώμα μου πάνω της, να ακουμπήσω τα χείλη μου στα δικά της, να της αρπάξω το ανοιχτό της στόμα και να την αιφνιδιάσω με τη γλώσσα μου.
Όλο κοιτούσα. Δεν ξέρω αν το ήξερε ποτέ.
Όταν παντρεύτηκα, ήμουν ερωτευμένη. Το χέρι του Εντουάρντο να κρατάει το δικό μου, με τους δρόμους του Σαν Φρανσίσκο κάτω από τα πόδια μας – ήξερα ότι τα πράγματα θα συνέχιζαν έτσι για πάντα. Νόμιζα ότι θα μπορούσα να αγαπήσω και θα μπορούσα να συνεχίσω να αγαπάω. Νόμιζα ότι θα ήμασταν πάντα τόσο νέοι.
Ένα κενό που μεγαλώνει μέσα μου. Χαραγμένο. Όλο έμπνευση για ένα τραγούδι.
Η Τζούλια μου αγγίζει το πρόσωπο. Στο αυτοκίνητο κάνει ζέστη.
Το χαμόγελό της. Η φωνή της. Τα χείλη της.
Δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη όταν μου μιλάει.
– Πάντα ήσουν καλή στα λόγια, μόλις είπε η Τζούλια.
– Μόνο με των αλλωνών.
♦
Μια ιστορία:
Πριν πολύ καιρό, μια χώρα πολεμούσε τον ίδιο της τον εαυτό. Αδέλφια πολεμούσαν μεταξύ τους, το αίμα τους τάϊζε τα ποτάμια και τα ρυάκια, ξεπετώντας τις ψυχές τους στη θάλασσα.
Και ο πατέρας μου παρασύρθηκε από τη ροή – σκοντάφτοντας πάνω στο νερό, πάνω στα πτώματα, διασχίζοντας βιαστικά την επαρχία υπό την απειλή πυροβολισμών, έως την άνετη κοιλιά ενός πλοίου.
Το σκάφος ήταν τεράστιο και μύριζε πετρέλαιο και καμένο λάδι. Όσο περισσότερο χρόνο περνούσε εκεί κατώ, τόσο πιο πολύ σκούραινε το πρόσωπό του. Έκανε παρέα με τα ποντίκια. Γελούσε με τα αστεία τους, έκλεβε το φαγητό τους.
Όταν το σκάφος έφθασε στην ακτή της μακρο-λεπτής χώρας που τώρα είναι η πατρίδα μου, ο πατέρας μου πήρε μια κοφτή ανάσα. Ήταν σίγουρος ότι είχαν ξαναγυρίσει στην Κορέα·
είχε κάνει λάθος, οι βραχώδεις κορυφές αντιστέκονταν ενάντια του ωκεανού.
Βγαίνοντας έξω από το πλοίο σκόνταψε. Βασανιζόταν ξέροντας ότι θα κατέληγε νεκρός είτε από το χέρι του εχθρού, είτε ως λιποτάκτης. Είτε το’να, είτε τ’άλλο, η σφαίρα θα ήταν η ίδια.
Αλλά όχι. Το κατάλαβε καθώς έκανε τα πρώτα του βήματα σε στέρεο έδαφος. Τα λόγια γύρω του τού αποκάλυψαν μια άλλη γλώσσα. Ήταν ελεύθερος.
Οι λέξεις δεν είχαν νόημα στο μυαλό μου, αλλά τις είπα ούτως ή άλλως.
– Την άγγιξα.
– Μπορείς να μου δείξεις πού;
– Εδώ κι εδώ.
– Και μετά, τι έκανες;
Οι λέξεις σιώπησαν, πήρα μια βαθιά ανάσα.
Έπρεπε να το είχα ήδη συνηθίσει, αλλά υπήρχαν φωτογραφίες κι ο άντρας αυτός έδειχνε τα μέρη μιας κούκλας – η ομολογία του. Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο. Η φωνή του, σταθερή.
Χρόνια τώρα, προσπαθώ να βγάλω απ’το μυαλό μου τη φωνή του, αλλά μάταια.
– Και τι έκανες μετά;
Είμαι συνάμα καλός και κακός αστυνομικός, ένα κακό παιδί. Εγώ είμαι το Άλφα και το Ωμέγα. Δίχως εμένα, τίποτα δεν έχει νόημα. Φλυαρία, πρόσωπα και χειρονομίες.
– Μακάρι να μιλούσα άπταιστα Ισπανικά, μου είπε η Τζούλια μια μέρα, στηρίζοντας το σώμα της στο αυτοκίνητο που βρισκόταν στο πάρκινγκ απέναντι από το γραφείο μας. Ο παππούς μου ήταν Βραζιλιάνος, αλλά κανένας μας δεν έμαθε ποτέ Πορτογαλικά. Όμως όλοι υιοθετήσαμε τη νοοτροπία των Βραζιλιάνων σχετικά με το θέμα του χρόνου. Γέλασε, ενώ ο Ήλιος μετέτρεπε τις άκρες των μαλλιών της σε χρυσαφένια φωτιά.
Γελούσα κι εγώ μαζί της την ώρα που συναντήθηκαν τα μάτια μας χωρίς να είμαι σίγουρη γι’αυτό που είχα δει. Προφανώς είχα δει αυτό που ήθελα. Αλλά επειδή δεν ήμουν σίγουρη, έστρεψα το βλέμμα μου προς τα τσιμεντένια άκρα του κτιρίου μας, γκρίζα και αδιαπέραστα.
– Τα πράγματα λειτουργούσαν πιο αργά στην οικογένειά μου. Επειδή ο πατέρας μου είναι Κορεάτης, μερικές φορές ο κόσμος πιστεύει ότι θα έπρεπε να είμαι περισσότερο σαν τους σημερινόυς κατοίκους της Σεούλ – πάντοτε βιαστικοί – αλλά εγώ λειτουργώ σαν τη μητέρα μου, απάντησα.
– Οι δικοί σου μένουν ακόμα στη Χιλή;
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
– Ο πατέρας μου πέθανε λίγο μετά αφού παντρεύτηκα, ενώ τη μητέρα μου την έχασα πριν από μερικά χρόνια. Παρόλα αυτά έχω ακόμα συγγενείς εκεί κάτω.
– Λυπάμαι. Αδυνατώ να φανταστώ το πώς μπορεί να νιώθεις.
Μου έπιασε το χέρι.
– Θα σου λείπουν κι εκείνοι και το σπίτι σου.
– Ασφαλώς, ορισμένες φορές, απάντησα. Με τον ίδιο τρόπο που θα σου έλειπε ένα τραγούδι που κάποτε ήξερες, ήθελα να πω. Μερικές φορές δεν το αντιλαμβάνεσαι, αλλά ξαφνικά το ξανακούς και δε θυμάσαι τους στίχους που θα ήθελες να μην είχες ξεχάσει ποτέ.
– Έχω φύγει όμως εδώ και καιρό.
– Αλλά και πάλι, είναι δύσκολη η απώλεια.
Dime. Εκμυστηρεύσου μου τα όλα ώστε να μάθω όλη την αλήθεια.
Πηγαίνω σε βιβλιοπωλεία μόνη μου. Κάθομαι στους καναπέδες. Φέρνω το δικό μου βιβλίο και διαβάζω.
Μερικές φορές αποκοιμιέμαι. Ένας υπάλληλος με ξυπνάει. Ένα άγγιγμα στον ωμό μου.
– Κυρία;
Ονειρευόμουν την όπερα, τις οδούς μιας πόλης, μπερδεμένα λόγια και τα χέρια της μητέρας μου στραυρωμένα σφιχτά στα πόδια της.
Όλα όσα με είχε αναγκάσει να της υποσχεθώ.
– Κυρία;
Τα λόγια μπουρδουκλώνονται στο στόμα μου, ξεστομίζοντας τα μονομιάς. Ο υπάλληλος φαίνεται σαστισμένος.
Δεν υπονοούσα τίποτα. Τίποτα απολύτως.
Της λέω διάφορα πράγματα. Της τα λέω και η ατμόσφαιρα στο αυτοκίνητο είναι τόσο σιωπηλή σαν να μην είχε ειπωθεί τίποτα.
Λέει κι αυτή πράγματα και μετά την αγκαλιάζω. Την κρατώ στην αγκαλιά μου επειδή ξέρω ότι δεν μπορώ να τη φιλήσω, αγγίζω το λαιμό της και τη φιλώ στο μάγουλο. Το δέρμα της είναι τόσο απαλό και το μόνο που ήθελα όλον αυτόν τον καιρό ήταν να την αγκαλιάσω.
Μερικές φορές, δε βλέπω τα πρόσωπά τους. Στο τηλέφωνο. Μονάχα τα ονόματά τους τυπωμένα σε χαρτιά με τσεκαρισμένα κουτάκια.
Γεια σας, το όνομά μου είναι _________. Είμαι ο διερμηνέας και θα βοηθήσω τον κοινωνικό λειτουργό να επικοινωνήσει μαζί σας. Όταν θα μεταφράζω αυτά που λέτε, θα λέω ακριβώς ό,τι μου είπατε. Και όταν θα σας μιλάω, θα χρησιμοποιώ το πρώτο πρόσωπο ενικού «εγώ», εκφράζοντας ακριβώς ό,τι είπε ο κοινωνικός λειτουργός. Μη μου απευθυνθείτε, μιλήστε σαν να μιλούσατε στον κοινωνικό λειτουργό σας, ενώ εγώ θα μεταφράζω όσα λέτε.
Ο Εντουάρντο απεχθανόταν να με ακούει να μιλάω στα κορεατικά με τους γονείς μου. Η μητέρα μου μιλούσε σχεδόν άπταιστα κορεατικά, ενώ ο πατέρας μου μού μιλούσε αποκλειστικά στα κορεατικά όταν ήμουν μικρή.
Όταν θυμώνω, σκέφτομαι στα κορεατικά. Ο Εντουάρντο όμως δεν το καταλαβαίνει. Δεν καταλαβαίνει όταν του λέω no es lo mismo en español.
Ήμασταν η μόνη οικογένεια Κορεατών στην πόλη. Ο πατέρας μου και η μητέρα του, η οποία ήρθε αργότερα και έφερε και την κόρη της. Οι γείτονές μας ήταν ευγενικοί άνθρωποι αλλά δεν καταλάβαιναιν τους περίεργους τρόπους του πατέρα μου.
– Αυτό είναι το σπίτι μας τώρα, άκουγα την abuelita μου να λέει στον papa.
– 내 마음이 한국에 있어, απάντησε mi tía.
내 마음이 한국에 있어요. O mi corazón está en Chile.
Ή πιθανώς να είναι λάθος.
마음 σημαίνει καρδιά ή ψυχή και επίσης η ουσία ύπαρξης, όχι μόνο ένα corazón. Όχι μόνο ένα ιδιαίτερο, κόκκινο όργανο που σφύζει.
Το 마음 μου βρίσκεται μέσα μου. Στη γλώσσα της Γκαμπριέλας. Στα τραμ του Σαν Φρανσίσκο. Στα ταλαιπωρημένα χέρια των εργαζόμενων της Καλκούτας.
Στο πινέλο του καλλιτέχνη από το Μπούσαν.
Στο ποτό μιας κούπας, το αίμα που χύνεται για σένα.
Και πίνεις, και πίνεις.
♦
Δούλευα για το Τμήμα Κοινωνικών Υπηρεσιών όταν τη συνάντησα. Την Τζόυλια με τα καστανοπράσινα μάτια της και το γέλιο που μετέδιδε και στους άλλους, και με το συμπονετικό πρόσωπό της το οποίο θύμιζε αυτό του Ιησού, ή με το αυστηρό ύφος της εάν ήταν απαραίτητο.
Είχα αναλάβει τις υποθέσεις της συχνότερα από τους άλλους διερμηνείς, αυτό όμως δε σήμαινε ότι μας δινόταν η ευκαιρία να κουβεντιάζουμε. Όλοι από το γραφείο ήξεραν ότι πηγαίνοντας με το ίδιο αυτοκίνητο θα εξοικονομούσαμε βενζίνη, αλλά ο κώδικας δεοντολογίας απαγορεύει στους διερμηνείς να μεταφέρουν ή να συνοδεύουν τους κοινωνικούς λειτουργούς. Επειδή πάνω απ 'όλα, ένας καλός διερμηνέας πρέπει να παραμένει αμερόληπτος. Οι προσωπικές του απόψεις και στάσεις δεν πρέπει να επηρεάζουν την ποιότητα της δουλειάς του. Στον κοινωνικό λειτουργό και τον πελάτη, ο διερμνηνέας πρέπει να είναι αόρατος.
Ώμως εγώ δεν ήμουν αόρατη, όχι για την Τζούλια. Και όταν επιστρέφαμε στο γραφείο, μιλούσαμε στο πάρκινγκ, κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού ωσπού ο ιδρώτας άρχιζε να κυλάει στα πρόσωπά μας. Ενώ όταν έκανε κρύο, αγοράζαμε καφέ από τη μικρή καφετέρια δίπλα από το γραφείο μας και έτσι συνέλαβα τον εαυτό μου να θέλει να την κάνει να χαμογελάει.
Δεν το είχα αντιληφθεί. Ούτε το είχα βάλει σκοπό.
Το χέρι του άντρα μου ακούμπησε πάνω στην κοιλιά μου. Ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, θέλει να ξέρει γιατί δεν τον αγγίζω. Πώς θα μπορούσε να καταλάβει, μετά από όλα αυτά τα χρόνια, με τα παιδιά και τις αποβολές και τον τρόπο που δεν ήμασταν ποτέ αυτό που ήθελα να είμαστε. Ο τρόπος που μου έλειπε ο κήπος μου στο Σαντιάγκο, να μιλάω κορεατικά κάθε μέρα, η μαγειρική της μητέρας μου και να τρώω το φαγητό με το χέρι στο Νέο Δελχί. Τον αισθησιασμό αυτής της χειρονομιάς, η γεύση που ήρθε μέσω της αφής.
– Υπάρχει κάποιος άλλος; με ρωτάει.
Πάντα το πηγαίνει εκεί.
Πόσες λέξεις χρειάζεται να χρησιμοποιήσω για να εκφράσω το «όχι»; Γιατί δε γίνεται να έχω απλά κουραστεί ή βαρεθεί ή να νιώθω τόσο απόμακρα από εδώ σαν να μας χωρίζει ένας ωκεανός. Είναι σίγουρος ότι βγαίνω με κάποιον. Αλλά εγώ μονάχα βγαίνω.
♦
Τα πάντα. Παντού. Όλα μαζί. Σαν τα κύματα που ξεπλένονται πάνω μάς, πλημμυρίζοντας το μυαλό μου.
Στο γραφείο ενός ψυχοθεραπευτή, τα λόγια σου βγαίνουν από το στόμα μου. Η φωνή μου γίνεται δική σου.
– Την αγαπάω ακόμα. Ίσως έκανα λάθος. Προηγουμένως.
– Δεν είχες πολλές επιλογές.
– Το ξέρω. Αλλά ίσως δε θα έπρεπε να παντρευτώ.
– Τον αγάπησες; Πριν;
– Ναι, αλλά όχι έτσι.
Πες μου μια ιστορία.
Ένας άντρας έμενε στην εξοχή με τα δύο παιδιά του και τη γυναίκα του. Οι κατσαρίδες ήταν τεράστιες και παντού. Πετούσαν κάτω από το ταβάνι. Οι αρχές ήταν εκεί, λέγοντάς του ότι τα παιδιά θα ήταν πρέπον να φύγουν. Οι γυναίκες εκείνες, η μια από τις οποίες μιλούσε τη γλώσσα του αλλά που δεν του απαντούσε ποτέ όπως αυτός θα το ήθελε. Η άλλη, η Αμερικανίδα, με τα χέρια της στραυρωμένα στα πόδια σαν να σκόπευε να τα κρατήσει εκεί για πάντα. Μια κατσαρίδα περπατούσε στο πίσω μέρος του καναπέ. Και οι δύο γυναίκες τινάχτηκαν.
Το χέρι της στο μπράτσο μου. Το χέρι της στο μπράτσο μου. Το χέρι της στο μπράτσο μου.
Ο γιος μου με ρώτησε μια φορά αν μισούσα τη Χιλή, άμα είχα φύγει γι’αυτόν τον λόγο. «Όχι βέβαια», του είπα.
– Es mi alma, mi vida.
– Pero saliste, Mamí.
– Sí, claro, το ότι ήρθα εδώ δεν πάει να πει ότι έχω ξεχάσει εκείνη την αγάπη.
♦
Δύο αλήθειες και ένα ψέμα.
Δύο ψέματα και μια αλήθεια.
Τρεις αλήθειες.
Τρία ψέματα.
Υπήρχε κάποτε ένα κορίτσι. Που αγαπούσε την Γκαμπριέλα. Τα φιλιά της Γκαμπριέλας ήταν παθιασμένα. Ο σκοτεινός διάδρομος πίσω από το συναυλιακό χώρο. Με τα χέρια της να αρπάζουν τα ρούχα και τα χείλη να αρπάζουν χείλη.
Ήταν η ώρα της λειτουργίας. Ξημερώματα. Ένας γείτονας σε έναν σκοτεινό διάδρομο. Ένας άντρας. Το κορίτσι ήταν αναποφάσιστο. Εκείνος προσέφερε χρήματα. Της έδειξε το πράγμα του και το κορίτσι έτρεξε χωρίς να πει ποτέ ούτε λέξη.
Εκείνος ήταν ανήσυχος, φοβισμένος. Οι σκοτεινοί διάδρομοι στην κοιλιά ενός πλοίου, η υγρασία. Η μουντζούρα στο πρόσωπό του και οι γλώσσες που δεν ήξερε. Τα όπλα που τα είχε αφήσει πίσω του.
Στις παραλίες του Μπουσάν, τα κύματα χτυπούσαν την ακτή και ο Εντουάρντο μού κρατούσε το χέρι. Είχε νιώσει άβολα όλοκληρο το ταξίδι, αλλά σ’εκείνο το μέρος που περιτριγυριζόταν από εκείνα τα νερά, είχε χαλαρώσει, γελούσε, χαμογελόυσε, ακόμη και εξασκούσε τις λίγες κορεατικές φράσεις που γνώριζε.
Κάποιες φορές, ο κόσμος μάς κοιτούσε επίμονα κι όλο απορία επειδή φαινόμασταν διαφορετικοί.
Ο Εντουάρντο έδειξε ένα παγκάκι εκεί κοντά. Ένας άντρας κρατούσε ένα πινέλο στον αέρα, σταματώντας για λίγο για να ετοιμάσει την επόμενη καλλιτεχνική του πράξη. Η πινακίδα δίπλα του έλεγε “초상화 10,000₩.”
Ο καλλιτέχνης έβαλε μια τελευταία πινελιά και αμέσως το μοντέλο του, ένα αγοράκι με καπέλο, ορθοπόδησε.
Ο Εντουάρντο με τράβηξε από το χέρι. Μίλησα με τον ζωγράφο στα Κορεατικά κι εκείνος μας καλωσόρισε στον πάγκο του. Καθίσαμε και μας μελέτησε.
– Από πού είστε; μας ρώτησε στα Αγγλικά, ενώ έβαζε τις πρώτες πινελιές στον καμβά.
– Είμαι από το Πουέρτο Ρίκο. Η σύζυγος μου είναι από τη Χιλή, αλλά μένουμε στην Καλιφόρνια τώρα.
Ο ζωγράφος γύρισε προς το μέρος μου.
– 우와. Μιλάς Κορεατικά καλά. Έμενες εδώ πριν;
– 우리 아버지는 한인입니다.
– Δεκαπέντε χρόνια γάμου συμπληρώνονται σήμερα. Της υποσχέθηκα ότι θα την έφερνα εδώ για να γιορτάσουμε την επέτειό μας, είπε ο άντρας μου.
Μου κράτησε το χέρι καθώς καθόμασταν και ένιωσα τα δάχτυλά του να πιέζουν πάνω στα δικά μου. Το πάχος, τη ζεστασιά.
Χαμογέλασα ελαφρώς καθώς εκείνος συνέχισε να ζωγραφίζει, ρίχνοντάς μας μια γρήγορη ματιά από πάνω μέχρι κάτω. Καθώς η βούρτσα του ακούμπησε τον καμβά, άρχισα να φαντάζομαι τι γινόταν από την άλλη πλευρά -- την πλευρά που εμείς δεν μπορούσαμε να δούμε. Τα χρώματα, τις πινελιές. Την βαρύτητα που πηγάζει ακόμη και από τα πιο ανοιχτά χρώματα. Στο μυαλό μου, είδα το πρόσωπό μου να σκορπίζεται πέρα από τις άκρες της κορνίζας, με τα διάφορα χρώματα να αιμορραγούν το ένα στο άλλο.
Τελικά, ο ζωγράφος σούφρωσε τα χείλη του, με τη βούρτσα στον αέρα. Στένευε τα μάτια του καθώς με κοιτούσε.
– Τελειώσατε; ρώτησε ο άντρας μου. Ιδρωμένη η παλάμη του και με σώμα πιεσμένο από την αναμονή.
– 아마도 안 좋아 할거예요.
Έγειρα το κεφάλι μου.
– Τι είπε;
– Λέει ότι είμαστε ένα ταιριαστό ζευγάρι.
Ο Εντουάρντο άφησε το χέρι μου και έτρεξε προς την άλλη πλευρά του καμβά. Χαμογελούσε.
– Amor, estás más hermosa que nunca. Mi esposa preciosa.
Γύρισε το πορτρέτο προς το μέρος μου. Έριξα μια ματιά στον καλλιτέχνη. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν για λίγο, με τα χείλη του να είναι σφιγμένα και τα μάτια του ήρεμα. Απαλές γραμμές, λεπτές, όλο ερωτήσεις και όλο βλέμματα.
– 어떻개 알았습니까?
– Τον ρώτησες πόσο χρωστάμε;
– Μόνο 10,000 ουόν. Για τους δύο, είπε αυτός, μασώντας τα λόγια του.
Κοίταξα το πρόσωπό μου στον καμβά. Τις μαύρες γραμμές. Τη λαχτάρα. Πώς και τα παρατήρησε όλα;
– Λοιπόν, είπε ο καλλιτέχνης, παίρνοντας το χαρτονόμισμα από τον άντρα μου. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν για μια άλλη φορά, αλλά το δικό του είχε συννεφιάσει και απομακρυνόταν από εμάς. Συγχαρητήρια!
Οι γραμμές ανάμεσά μας είναι λεπτές. Οι ενδιάμεσες γραμμές. Σαφώς καθορισμένες. Η καθεμιά από αυτές.
Αλλά δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο.
Η ζέστη μέσα στο αυτοκίνητο, το ξέρω ότι είναι λάθος, κάνω λάθος, νιώθω ένοχη – όπως ένιωσα όταν ήμουν ένα κορίτσι που φίλησε ένα άλλο κορίτσι και το πως το ευχαριστήθηκα, αλλά δεν μπορούσα να τα παρατήσω – θα έπρεπε αλλά δεν μπορούσα –
Η Γκαμπριέλα με κόκκινα ψηλά τακούνια. Η Γκαμπριέλα με μαύρα, μακριά μαλλιά. Η Γκαμπριέλα με μεγάλα, φωτεινά μάτια. Το στόμα της Γκαμπριέλας ανοιχτό στη σκηνή να τραγουδά, μια σούπερ σταρ, με τους θαυμαστές να την επευφημούν μέσα από τη λάμψη των φώτων. Η Γκαμπριέλα κολυμπώντας ναζιάρικα στον ωκεανό, με τα κύματα να σπάνε γύρω της. Το φόρεμα της Γκαμπριέλας έπεφτε γύρω της και το αέρινο ύφασμα αγκάλιαζε το σώμα της σαν να πετόυσε.
♦
Όχι, δεν έχει νόημα. Μα τι βγάζει νόημα πλέον;
Να σ’το τραγουδήσω ξανά; Ίσως με διαφορετικό τρόπο;
Ο πελάτης ωρυόταν μέσα στο σπίτι ώσπου η φυγή ήταν η μόνη επιλογή. Τρέξαμε προς το αυτοκίνητο της Τζούλιας. Ο ήλιος έκαιγε από πάνω μας. Ο πελάτης παραπονιόταν για τα παιδιά του. Και ένα όπλο. Η αίσθηση εκείνη ότι είσαι ακόμα περικυκλωμένος, οι κατσαρίδες να τρέχουν ανάμεσα στα πόδια μας και πίσω από τον καναπέ.
Έβαλε μπρος το αυτοκίνητο και οδήγησε στο κοντινότερο βενζινάδικο για ένα δημόσιο τηλέφωνο. Η αστυνομία μάς είπε να περιμένουμε εκεί, αλλά επειδή έκανε ζέστη και φοβόμασταν, πήγαμε λίγο πιο κάτω στο δρόμο κάτω από ένα σκιερό άλσος, με τον ήλιο να λάμπει και το ζεστό αεράκι να ανακατεύει τα φύλλα των δέντρων. Κανένας άλλος δεν ήταν εκεί εκτός από μας.
Θέε μου, σκέφτηκα. Θέε μου, ayúdame.
– Καλά είσαι; με ρώτησε αυτή.
– Τώρα ναι, τώρα. Εδώ.
Πόσους μήνες είχα χάσει ελπίζοντας σε μια ευκαιρία. Πόσα πράγματα είχα φανταστεί.
Την αίσθηση του δέρματός της.
Το γέλιο της που όλο αντηχούσε στους διαδρόμους του μυαλού μου.
Τα φιλιά μας στη βροχή.
Λέγοντας αυτά τα πράγματα σε εκείνη.
Amor. 사랑해. Dime. Por favor. Dime que me amas.
Το ακουμπισμένο χέρι της πάνω στο δικό μου, ο τρόπος που την κοιτούσα.
– Τι συμβαίνει; ρώτησε αυτή.
Ζέστη στην εκκλησία. Εμείς καθισμένες σε ένα σκληρό στασίδι. Ο Χριστός μπροστά μας πάνω στον Σταυρό.
Πατέρα από ξένη γη, πες μου την ιστορία της καταγωγής σου, πως έφτασες ως εδώ. Μίλα μου για την αποχώρηση. Για την οικογένεια που σε ακολούθησε. Μίλα μου για τις γλώσσες, τα πνεύματα και τα ταξίδια στη γη και τη θάλασσα. Θέλω να δοκιμάσω το αλάτι, το αίμα. Το σώμα μου σπασμένο σε χίλια κομμάτια για άλλη μια φορά.
Πάλι.
Ο Εντουάρντο περπατούσε πάνω-κάτω.
– Τι εννοείς πως δε μ’αγαπάς; με ρωτάει στα Αγγλικά.
Εξήγησέ μου. Βοήθησέ με να καταλάβω.
– Amor, todavía te amo mucho. Θα κάνω ό,τι θέλεις. Ό,τι θέλεις.
Ένα παλιό συναίσθημα. Μια παλιά γλώσσα.
– Te amo.
Ο απόηχος του νερού. Ένα τραγούδι του οποίου τους στίχους κάποτε ήξερες.
Ζέστη στο αυτοκίνητο. Τα χείλη της στα χείλη μου. Το χέρι της χαϊδεύοντας την πλάτη μου.
Ή εμάς να είμαστε μπροστά από μια καφετέρια, την αίσθηση των δαχτύλων της να τυλίγονται στα δικά μου. Με λεπτά δάχτυλα πιανίστριας.
– Παίζεις πιάνο; ρωτάω.
– Όχι, κιθάρα, μου λέει.
Ξέρωντας ότι θα μας βρουν και θα μας δουν και θα μας αναγνωρίσουν και κάτι θα συμβεί.
Μακάρι να ήταν έτσι ο κόσμος εδώ και πολύ καιρό.
– Είσαι νέα, της λέω. Δεν ξέρεις πως ήταν τα πράγματα. Αλλά μετά αγγίζει τον γοφό μου και με κάνει να τα ξεχάσω όλα. Το μόνο που υπάρχει είναι το τώρα και το εδώ και την αγαπάω παρόλο που ξέρω ότι είναι λάθος. Αναρωτιέμαι αν έκανα λάθος όλα αυτά τα χρόνια.
Mi querida L.,
Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι. Δεν υπάρχουν λόγια που να μπορούν να περιγράψουν το πως νιώθω για σένα. Αλλά αυτό δεν μπορεί να συνεχίσει για μένα. Συγχώρεσέ με, σε παρακαλώ. Αν τα πράγματα δεν ήταν έτσι όπως είναι, όλα θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά.
Αναζητάμε την αλήθεια, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που θέλουμε είναι το ψέμα να είναι αλήθεια.
Αίμα, σώμα.
Ζέστη. Καρδιά.
Σπασμένα. Για σένα.
Το χέρι της Γκαμπριέλας μέσα στο δικό μου, πιέζοντας το στόμα μου πάνω στο δικό της, τα χέρια μας ενωμένα – αυτό είναι το μόνο που ξέρω, το μόνο που θυμάμαι. Η δυσβάσταχτη αυτή μέρα φανερώνει στον ορίζοντα το δειλινό. Τα ονόματα των παιδιών – τα πράγματα που έλεγαν – ο ξένος με την παράξενη γλώσσα. Παράξενη, αλλά δική τους.
Πώς επιβιώσαμε; Πώς επιβιώνουν αυτοί; Αυτοί οι άνθρωποι μέσα στους οποίους κατοικώ, έστω για μια στιγμή. Οι ομολογίες, τα ψέματα. Τα πράγματα που συνέβησαν και δεν μπορούν να τα εξομολογηθούν σε κανέναν.
Αυτοί μου τα αφηγούνται κι εγώ μετά ξαναφτιάχνω την ιστορία – μια αληθινή ιστορία με άλλα λόγια, προσεκτικά επιλεγμένα.
Ωστόσο, δε βγαίνει ποτέ ακριβώς το ίδιο.
Alma. Corazón. 마음.
Καθόμαστε στο αυτοκίνητό της, με τα ρούχα μούσκεμα από τη βροχή. Σταματημένο το αυτοκίνητο με τη μηχανή αναμμένη, η βροχή να πέφτει δυνατά στην οροφή του αυτοκινήτου.
Ήθελα να της πω ένα σωρό πράγματα. Να μάθω τη ζώη της απ’έξω σαν τραγούδι που η κάθε του ερμηνεία θα ακουγόταν διαφορετικά. Να γράψω «rubato» πάνω από κάθε δευτερόλεπτο που περάσαμε μαζί, ώστε να είμαι σίγουρη ότι θα διαρκέσει.
Ήθελα να τη γνωρίσω και να μη χάσω ποτέ τη γνώση.
Αγγίζω το μέτωπό μου. Κολλάει από την λακ. Σκουπίζω τα χέρια μου στο τζιν μου.
– Αλλά σ’αγαπώ – της λέω, με τρεμάμενη φωνή.
Πιάνει το τιμόνι. Το αφήνει. Έξω, σταγόνες βροχής τρέχουν κάτω από τα παράθυρα, καλύπτωντας όλους τους υπόλοιπους ήχους, ο έξω κόσμος όλος μια θολούρα.
Η ιστορία πάει κάπως έτσι: Εμείς
καθόμαστε στο δικό της αυτοκίνητο. Εμείς
είμαστε χαμένες στη θάλασσα.
Στα χέρια μας κρατάμε έναν χάρτη, αλλά το μουτζουρωμένο μελάνι κάνει τις πορείες να μην είναι ευδιάκριτες. Η μυρωδιά από πετρέλαιο και αλμυρό νερό. Το μαυρισμένο πρόσωπο του πατέρα μου και η φωνή της μητέρας μου να μου σιγοτραγουδάει τη νύχτα. Οι λέξεις που, όταν μιλούσαμε, στριφογύριζαν στα στόματά μας σαν καραμέλες. Ο ήχος των εκκλησιαστικών καμπάνων και η μυρωδιά του ξύλου που καιγόταν στη σόμπα. Η ζέστη από τη μαγειρική της μάνας μου. Τα βουνά που άγγιζαν τον ουρανό. Η μάνα μου που με κρατούσε στην αγκαλία της καθώς έπεφτε η νύχτα για να με προστατέψει από το κρύο. Ο πατέρας μου που μου έλεγε πράγματα που νόμιζα ότι δε θα ξεχνούσα ποτέ αλλά που τα έχω ξεχάσει ήδη.
Πες μου ξανά από πού προέρχομαι. Εξήγησέ μου πως φτάσαμε ως εδώ.
Σχεδίασέ μου τις γραμμές. Ένωσέ τες μεταξύ τους.
Και τέντωσέ τες ώσπου να σπάσουν.